- σφίξη
- η1.μεγάλη ανάγκη: Έχει σφίξες και ζητάει δανεικά χρήματα.2. τάση για αποπάτηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφίξη — η, Ν βλ. σφίγξη … Dictionary of Greek
σφίγξη — η / σφίγξις, εως, ΝΜΑ, και σφίξη, Ν [σφίγγω] 1. στερεό δέσιμο, σύσφιγξη, σφίξιμο 2. δυσκοιλιότητα νεοελλ. 1. κάθε είδους στενοχώρια ή ανάγκη, ιδίως οικονομική («έχω μεγάλη σφίξη τελευταία, θα μού δανείσεις το ποσό που σού ζήτησα;») 2. μεγάλη… … Dictionary of Greek
κωλόσφιξη — η κωλοσφιξούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + σφίξη] … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek